προκαθεδρίας

προκαθεδρίας
προκαθεδρίᾱς , προκαθεδρία
fem acc pl
προκαθεδρίᾱς , προκαθεδρία
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνταγμάτιο — το / συνταγμάτιον, ΝΜΑ [σύνταγμα, ατος] νεοελλ. μσν. (καν. δίκ.) κατάλογος τών μητροπόλεων, αρχιεπισκοπών και επισκοπών και η τάξη προκαθεδρίας τους στα πλαίσια τής διοικητικής δικαιοδοσίας τού Οικουμενικού Πατριαρχείου και τών άλλων πατριαρχικών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”